- ἐπίχαρτος
- ἐπίχαρτοςwherein one feels joymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίχαρτος — ἐπίχαρτος, ον (Α) 1. ευφρόσυνος, χαροποιός («γεραροῑς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.) 2. αυτό για το οποίο αισθάνεται κανείς χαιρεκακία 3. χαιρέκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χαρτος < θ. χαρ (πρβλ. ε χάρ ην)] … Dictionary of Greek
ἐπίχαρτον — ἐπίχαρτος wherein one feels joy masc/fem acc sg ἐπίχαρτος wherein one feels joy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχάρτους — ἐπίχαρτος wherein one feels joy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίχαρτα — ἐπίχαρτος wherein one feels joy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίχαρτοι — ἐπίχαρτος wherein one feels joy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
посмеятельный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. ἐπίχαρτος) радостный, приятный (см. Быт. 17, 1 … Словарь церковнославянского языка
επίχρονος — ἐπίχρονος, ον (Α) ο επίχαρτος … Dictionary of Greek